χλωρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χλωρίτης | οι | χλωρίτες |
γενική | του | χλωρίτη | των | χλωριτών |
αιτιατική | τον | χλωρίτη | τους | χλωρίτες |
κλητική | χλωρίτη | χλωρίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλωρίτης < χλωρ(ός) + -ίτης, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chlorite
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xloˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χλω‐ρί‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλωρίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) μέλος της ομάδας των χλωριτών, που είναι φυλλοπυριτικά ορυκτα με χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη χλωρός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- χλωρίτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)