χοχλιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χοχλιός | οι | χοχλιοί |
γενική | του | χοχλιού | των | χοχλιών |
αιτιατική | τον | χοχλιό | τους | χοχλιούς |
κλητική | χοχλιέ | χοχλιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοχλιός < κοχλίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοχλιός αρσενικό
- (Κρητική διάλεκτος) σαλιγκάρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χοχλιός
→ δείτε τη λέξη σαλιγκάρι |