χωρίζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χωρίζων χωρίζουσ τὸ χωρίζον
      γενική τοῦ χωρίζοντος τῆς χωριζούσης τοῦ χωρίζοντος
      δοτική τῷ χωρίζοντ τῇ χωριζούσ τῷ χωρίζοντ
    αιτιατική τὸν χωρίζοντ τὴν χωρίζουσᾰν τὸ χωρίζον
     κλητική ! χωρίζων χωρίζουσ χωρίζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χωρίζοντες αἱ χωρίζουσαι τὰ χωρίζοντ
      γενική τῶν χωριζόντων τῶν χωριζουσῶν τῶν χωριζόντων
      δοτική τοῖς χωρίζουσῐ(ν) ταῖς χωριζούσαις τοῖς χωρίζουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς χωρίζοντᾰς τὰς χωριζούσᾱς τὰ χωρίζοντ
     κλητική ! χωρίζοντες χωρίζουσαι χωρίζοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χωρίζοντε τὼ χωριζούσ τὼ χωρίζοντε
      γεν-δοτ τοῖν χωριζόντοιν τοῖν χωριζούσαιν τοῖν χωριζόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

χωρίζων, -ουσα, -ον

Παράγωγα[επεξεργασία]