ψυχοληπτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοληπτικός η ψυχοληπτική το ψυχοληπτικό
      γενική του ψυχοληπτικού της ψυχοληπτικής του ψυχοληπτικού
    αιτιατική τον ψυχοληπτικό την ψυχοληπτική το ψυχοληπτικό
     κλητική ψυχοληπτικέ ψυχοληπτική ψυχοληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοληπτικοί οι ψυχοληπτικές τα ψυχοληπτικά
      γενική των ψυχοληπτικών των ψυχοληπτικών των ψυχοληπτικών
    αιτιατική τους ψυχοληπτικούς τις ψυχοληπτικές τα ψυχοληπτικά
     κλητική ψυχοληπτικοί ψυχοληπτικές ψυχοληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοληπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psycholeptique

Επίθετο[επεξεργασία]

ψυχοληπτικός, -ή, -ό


Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]