ωμοπλατιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωμοπλατιαίος < ὠμοπλατιαῖος στην καιαρεύουσα < αρχαία ελληνική ὠμοπλάτη
Επίθετο[επεξεργασία]
ωμοπλατιαίος
- σχετικός με την ωμοπλάτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωμοπλατιαίος