ωώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωώδης | η | ωώδης | το | ωώδες |
γενική | του | ωώδους | της | ωώδους | του | ωώδους |
αιτιατική | τον | ωώδη | την | ωώδη | το | ωώδες |
κλητική | ωώδη(ς) | ωώδης | ωώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωώδεις | οι | ωώδεις | τα | ωώδη |
γενική | των | ωωδών | των | ωωδών | των | ωωδών |
αιτιατική | τους | ωώδεις | τις | ωώδεις | τα | ωώδη |
κλητική | ωώδεις | ωώδεις | ωώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωώδης < αρχαία ελληνική ᾠώδης < ᾠόν
Επίθετο[επεξεργασία]
ωώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με αβγό, που έχει σχήμα αβγού
- Ωώδες σοκολατάκι
- που έχει σύσταση κολλώδη όπως του αβγού
- Ωώδες διάλυμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ωώδης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)