ἀδεξιότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀδεξιότης | αἱ | ἀδεξιότητες | ||||
γενική | τῆς | ἀδεξιότητος | τῶν | ἀδεξιοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἀδεξιότητι | ταῖς | ἀδεξιότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀδεξιότητα | τὰς | ἀδεξιότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἀδεξιότης | ἀδεξιότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀδεξιότης < ελληνιστική κοινή ἀδέξι(ος) + -ότης[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀδεξιότης θηλυκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αδεξιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας