ἀμαρυλλίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀμαρυλλίς | αἱ | ἀμαρυλλίδες | ||||
γενική | τῆς | ἀμαρυλλίδος | τῶν | ἀμαρυλλίδων | ||||
δοτική | τῇ | ἀμαρυλλίδι | ταῖς | ἀμαρυλλίσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀμαρυλλίδα | τὰς | ἀμαρυλλίδας | ||||
κλητική ὦ! | ἀμαρυλλίς* | ἀμαρυλλίδες | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀμαρυλλίς θηλυκό
- (καθαρεύουσα) μορφή του αμαρυλλίδα