ἀνεμιστήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀνεμιστήρ | οἱ | ἀνεμιστῆρες | ||||
γενική | τοῦ | ἀνεμιστῆρος | τῶν | ἀνεμιστήρων | ||||
δοτική | τῷ | ἀνεμιστῆρι | τοῖς | ἀνεμιστῆρσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀνεμιστῆρα | τοὺς | ἀνεμιστῆρας | ||||
κλητική ὦ! | ἀνεμιστήρ | ἀνεμιστῆρες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀνεμιστήρ αρσενικό