ἀπλυσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπλυσίᾱ | αἱ | ἀπλυσίαι |
γενική | τῆς | ἀπλυσίᾱς | τῶν | ἀπλυσιῶν |
δοτική | τῇ | ἀπλυσίᾳ | ταῖς | ἀπλυσίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀπλυσίᾱν | τὰς | ἀπλυσίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀπλυσίᾱ | ἀπλυσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπλυσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπλυσίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀπλυσία < ἄπλυτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀπλυσία θηλυκό
- ρυπαρότητα, βρόμα
- είδος σπόγγου που δεν είναι δυνατόν να καθαριστεί
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)