ἄωτον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άωτον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ουδέτερο ἄωτον ή αρσενικό ἄωτος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄωτον τὰ ἄωτ
      γενική τοῦ ἀώτου τῶν ἀώτων
      δοτική τῷ ἀώτ τοῖς ἀώτοις
    αιτιατική τὸ ἄωτον τὰ ἄωτ
     κλητική ! ἄωτον ἄωτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀώτω
γεν-δοτ τοῖν  ἀώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ἄωτον < αβέβαιης ετυμολογίας· έχει προταθεί η σύνδεση με το ρήμα ἄημι (φυσάω, πνέω).[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄωτον ουδέτερο

  1. καλής ποιότητας μαλλί προβάτου
  2. το καλύτερο μέρος ενός οποιουδήποτε πράγματος
    εκφράσεις: ἄκρον ἄωτον (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ἄωτον: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ἄωτον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ἄωτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ἄωτος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ἄωτον αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «άωτον» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]