Ἀγχεσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀγχεσμός οἱ Ἀγχεσμοί
      γενική τοῦ Ἀγχεσμοῦ τῶν Ἀγχεσμῶν
      δοτική τῷ Ἀγχεσμ τοῖς Ἀγχεσμοῖς
    αιτιατική τὸν Ἀγχεσμόν τοὺς Ἀγχεσμούς
     κλητική ! Ἀγχεσμέ Ἀγχεσμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀγχεσμώ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀγχεσμοῖν
συνήθως στον ενικό
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀγχεσμός < ἄγχ(ι) + ἑσμός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἀγχεσμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]