Ἀτταλεύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀτταλεύς | οἱ | Ἀτταλεῖς - Ἀτταλῆς* |
γενική | τοῦ | Ἀτταλέως | τῶν | Ἀτταλέων |
δοτική | τῷ | Ἀτταλεῖ | τοῖς | Ἀτταλεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἀτταλέᾱ | τοὺς | Ἀτταλέᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀτταλεῦ | Ἀτταλεῖς - Ἀτταλῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀτταλῆ1 ή Ἀτταλεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀτταλέοιν | ||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ἀτταλεύς αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Αττάλειας (Ἀττάλεια)
Πηγές[επεξεργασία]
- Ἀτταλεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'βασιλεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βασιλεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βασιλεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εύς (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)