ἐκσκαφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εκσκαφή

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐκσκαφή αἱ ἐκσκαφαί
      γενική τῆς ἐκσκαφῆς τῶν ἐκσκαφῶν
      δοτική τῇ ἐκσκαφ ταῖς ἐκσκαφαῖς
    αιτιατική τὴν ἐκσκαφήν τὰς ἐκσκαφᾱ́ς
     κλητική ! ἐκσκαφή ἐκσκαφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκσκαφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐκσκαφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκσκαφή < ἐκσκάπτω < ἐκ- + αρχαία ελληνική σκάπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐκσκαφή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]