ἐντελής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εντελής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐντελής τὸ ἐντελές
      γενική τοῦ/τῆς ἐντελοῦς τοῦ ἐντελοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἐντελεῖ τῷ ἐντελεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐντελ τὸ ἐντελές
     κλητική ! ἐντελές ἐντελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐντελεῖς τὰ ἐντελ
      γενική τῶν ἐντελῶν τῶν ἐντελῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐντελέσ(ν) τοῖς ἐντελέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐντελεῖς τὰ ἐντελ
     κλητική ! ἐντελεῖς ἐντελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐντελεῖ τὼ ἐντελεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἐντελοῖν τοῖν ἐντελοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐντελής < ἐν- + -τελής (τέλος)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐντελής, -ής, -ές , συγκριτικός: ἐντελέστερος, υπερθετικός:  ἐντελέστατος

  1. τέλειος, πλήρης
  2. άθικτος, ακέραιος
  3. αμόλυντος
  4. (για στρατιώτες) σε καλή κατάσταση, αποτελεσματικός
  5. (για ανθρώπινη ηλικία) σε ώριμη ηλικία

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

διαφορετικού ετύμου:

Πηγές[επεξεργασία]