ἐξευμενισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐξευμενισμός | οἱ | ἐξευμενισμοί |
γενική | τοῦ | ἐξευμενισμοῦ | τῶν | ἐξευμενισμῶν |
δοτική | τῷ | ἐξευμενισμῷ | τοῖς | ἐξευμενισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἐξευμενισμόν | τοὺς | ἐξευμενισμούς |
κλητική ὦ! | ἐξευμενισμέ | ἐξευμενισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξευμενισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξευμενισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐξευμενισμός < ἐξευμενίζω < ἐξ- + αρχαία ελληνική εὐμενίζομαι < εὐμενής < εὖ + μένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐξευμενισμός αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)