μένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μένος | τα | μένη |
γενική | του | μένους | των | μενών |
αιτιατική | το | μένος | τα | μένη |
κλητική | μένος | μένη | ||
Σπάνιος ο πληθυντικός. Αρχαίος πληθυντικός μένεα στη φράση πνέα μένεα. | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μένος ουδέτερο
- επιθετική ορμή που συνοδεύεται συχνά από οργή, μανία
- ↪ οι οπαδοί του γηπεδούχου επιτέθηκαν με μένος εναντίον του διαιτητή
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Οι τύποι του πληθυντικού χρησιμοποιούνται σπάνια στη σημερινή γλώσσα. Χρησιμοποιείται ο λόγιος τύπος μένεα μόνο στην έκφραση πνέω μένεα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)