ἔσοδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔσοδος αἱ ἔσοδοι
      γενική τῆς ἐσόδου τῶν ἐσόδων
      δοτική τῇ ἐσόδ ταῖς ἐσόδοις
    αιτιατική τὴν ἔσοδον τὰς ἐσόδους
     κλητική ! ἔσοδε ἔσοδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐσόδω
γεν-δοτ τοῖν  ἐσόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔσοδος < (ἐς) ἔσ- + ὁδός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἔσοδος

Πηγές[επεξεργασία]