ὀνειρευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀνειρευτής | οἱ | ὀνειρευταί |
γενική | τοῦ | ὀνειρευτοῦ | τῶν | ὀνειρευτῶν |
δοτική | τῷ | ὀνειρευτῇ | τοῖς | ὀνειρευταῖς |
αιτιατική | τὸν | ὀνειρευτήν | τοὺς | ὀνειρευτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ὀνειρευτᾰ́ | ὀνειρευταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνειρευτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνειρευταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀνειρευτής < ὀνειρεύομαι < ὄνειρο < αρχαία ελληνική ὄνειρος < ὄναρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀνειρευτής αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νεοελληνικό: ονειρευτής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)