ὄνθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ὄνθος οἱ/αἱ ὄνθοι
      γενική τοῦ/τῆς ὄνθου τῶν ὄνθων
      δοτική τῷ/τῇ ὄνθ τοῖς/ταῖς ὄνθοις
    αιτιατική τὸν/τὴν ὄνθον τοὺς/τὰς ὄνθους
     κλητική ! ὄνθε ὄνθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄνθω
γεν-δοτ τοῖν  ὄνθοιν
Το θηλυκό απαντά στην ελληνιστική κοινή.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄνθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὄνθος αρσενικό ή θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]