ὠθισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὠθισμός | οἱ | ὠθισμοί |
γενική | τοῦ | ὠθισμοῦ | τῶν | ὠθισμῶν |
δοτική | τῷ | ὠθισμῷ | τοῖς | ὠθισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ὠθισμόν | τοὺς | ὠθισμούς |
κλητική ὦ! | ὠθισμέ | ὠθισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠθισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠθισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὠθισμός < ὠθέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὠθισμός αρσενικό
- ώθηση, σπρώξιμο
- συνωστισμός
- ※ ἔφευγον οἱ μὲν καὶ ἔχοντες ἃ ἔλαβον, τάχα δέ τις καὶ τετρωμένος καὶ πολὺς ἦν ὠθισμός ἀμφὶ τὰ θύρετρα
- διέφευγαν παίρνοντας ό,τι είχαν αρπάξει και αμέσως μετά ακολουθούσαν οι τραυματισμένοι και επικράτησε μεγάλος συνωστισμός στις πύλες
- ※ ὁ δ᾽ Ἀρχίδαμος ἐν τῷ περὶ τὰς πύλας ὠθισμῷ καὶ πνιγμῷ διεφθάρη
- ο δε Αρχίδαμος σκοτώθηκε στο συνωστισμό και την ασφυξία γύρω από τις πύλες) (Ξενοφών)
- ※ ἔφευγον οἱ μὲν καὶ ἔχοντες ἃ ἔλαβον, τάχα δέ τις καὶ τετρωμένος καὶ πολὺς ἦν ὠθισμός ἀμφὶ τὰ θύρετρα
- μάχη σώμα με σώμα
- ※ Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθισμός ἐγένετο πολλός (Ηρόδοτος)
- (μεταφορικά) διαμάχη, φραστικός καβγάς
- ↪ ὠστισμός λόγων (Ηρόδοτος)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ὠθισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠθισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)