-ιλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ιλίκι τα -ιλίκια
      γενική
    αιτιατική το -ιλίκι τα -ιλίκια
     κλητική -ιλίκι -ιλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-λίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική -lik, επίθημα τουρκικών ουσιαστικών + [1]
-ι-λίκι < από τουρκικά ουσιαστικά με θεματικό φωνήεν [i]
-ιλίκι επέκταση χρήσης σε μη τουρκογενή ουσιαστικά

Επίθημα[επεξεργασία]

-ιλίκι ή -λίκι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]