-φυΐα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -φυΐα | οι | -φυΐες |
γενική | της | -φυΐας | των | -φυϊών |
αιτιατική | τη(ν) | -φυΐα | τις | -φυΐες |
κλητική | -φυΐα | -φυΐες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -φυΐα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυΐα < -φυής < φύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fiˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐ΐ‐α
Επίθημα[επεξεργασία]
-φυΐα
- δεύτερο συνθετικό θηλυκών επιθέτων που δηλώνει τη φύση που προσδιορίζει το πρώτο συνθετικό, ή την προέλευση
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυΐα στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε --φυΐα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
-φυΐα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- -φυΐα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -φυΐα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυΐα < -φυής < φύω
Επίθημα[επεξεργασία]
-φυΐα
- δεύτερο συνθετικό θηλυκών επιθέτων που δηλώνει τη φύση που προσδιορίζει το πρώτο συνθετικό, ή την προέλευση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -φυΐᾱ | αἱ | -φυΐαι |
γενική | τῆς | -φυΐᾱς | τῶν | -φυϊῶν |
δοτική | τῇ | -φυΐᾳ | ταῖς | -φυΐαις |
αιτιατική | τὴν | -φυΐᾱν | τὰς | -φυΐᾱς |
κλητική ὦ! | -φυΐᾱ | -φυΐαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -φυΐᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -φυΐαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθημα[επεξεργασία]
-φυΐα
- δεύτερο συνθετικό θηλυκών επιθέτων που δηλώνει τη φύση που προσδιορίζει το πρώτο συνθετικό, ή τον τόπο προέλευσης
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Λέξεις -φυΐα @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επιθήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)