Eisenbahn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Eisenbahn | die | Eisenbahnen |
γενική | der | Eisenbahn | der | Eisenbahnen |
δοτική | der | Eisenbahn | den | Eisenbahnen |
αιτιατική | die | Eisenbahn | die | Eisenbahnen |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈaɪ̯zn̩ˌbaːn/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ei‐sen‐bahn
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Eisenbahn (de) θηλυκό