Führungskraft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Führungskraft | die | Führungskräfte |
γενική | der | Führungskraft | der | Führungskräfte |
δοτική | der | Führungskraft | den | Führungskräften |
αιτιατική | die | Führungskraft | die | Führungskräfte |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Führungskraft (de) θηλυκό