Kuchen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Kuchen | die | Kuchen |
γενική | des | Kuchens | der | Kuchen |
δοτική | dem | Kuchen | den | Kuchen |
αιτιατική | den | Kuchen | die | Kuchen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Kuchen < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική kuoche < παλαιά άνω γερμανική kuohho [1] [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Kuchen (de) αρσενικό
- (γαστρονομία, γλυκό) το κέικ
- Kannst du mir zwei Stücke Kuchen schneiden?
- Μπορείς να μου κόψεις δυο κομμάτια κέικ;
- Kannst du mir zwei Stücke Kuchen schneiden?
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Apfelkuchen
- Eierkuchen
- Geburtstagskuchen
- Käsekuchen
- Lebkuchen
- Mutterkuchen
- Pfannkuchen
- Schokoladenkuchen
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Kuchen στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Γαστρονομία (γερμανικά)
- Γλυκά (γερμανικά)