Niblung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Niblung | die | Niblungen |
γενική | des | Niblungen | der | Niblungen |
δοτική | dem | Niblungen | den | Niblungen |
αιτιατική | den | Niblungen | die | Niblungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Niblung (de) αρσενικό
- (σπάνιο) Νίμπλουνγκ, άλλη γραφή του Nibelung
- ※ Tauchtet ihr nieder, | mit euch tollte | und neckte der Niblung sich gern!
- Από το λιμπρέτο της όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ O χρυσός του Ρήνου (Das Rheingold), πρώτο μέρος της λεγόμενης «τετραλογίας», γνωστής ως Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν ή Το δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ (Der Ring des Nibelungen).
- ※ Tauchtet ihr nieder, | mit euch tollte | und neckte der Niblung sich gern!