Strafzettel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Strafzettel | die | Strafzettel |
γενική | des | Strafzettels | der | Strafzettel |
δοτική | dem | Strafzettel | den | Strafzetteln |
αιτιατική | den | Strafzettel | die | Strafzettel |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Strafzettel (de) αρσενικό
- το έγγραφο της τροχαίας που λαμβάνει κάποιος, όταν έχει παραβεί κάποιον κανόνα οδικής κυκλοφορίας, με το οποίο καλείται να καταβάλει ένα πρόστιμο: η κλήση