biurokracja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική biurokracja biurokracje
γενική biurokracji biurokracji(/biurokracyj)
δοτική biurokracji biurokracjom
αιτιατική biurokrac biurokracje
οργανική biurokrac biurokracjami
τοπική biurokracji biurokracjach
κλητική biurokracjo biurokracje

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

biurokracja (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]