Ρήνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ῥῆνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ρήνος οι Ρήνοι
      γενική του Ρήνου των Ρήνων
    αιτιατική τον Ρήνο τους Ρήνους
     κλητική Ρήνε Ρήνοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Ρήνος < (άμεσο δάνειο) λατινική Rhenus < κελτικής προέλευσης rēnos (ρεύμα)[1] πρωτοϊνοδευρωπαϊκής προέλευσης, όπως και η αρχαία ελληνική Ῥῆνος. Δείτε και το αγγλικό Rhine και Ῥῆνος στο en.wiktionary.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρή‐νος

Κύριο όνομα 1[επεξεργασία]

Ρήνος αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Ρήνος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα 2[επεξεργασία]

Ρήνος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]