emeritus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- emeritus < (λόγιο δάνειο) λατινική emeritus
Επίθετο[επεξεργασία]
emeritus (en) αρσενικό (πληθυντικός: emeriti, (θηλυκό emerita) (πληθυντικός: emeritae) κατά τα λατινικά
Πηγές[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
emeriums, -a, -um (la)
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος emereo: → λείπει η μετάφραση
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | emeritus | emerita | emeritum | emeritī | emeritae | emerita |
γενική | emeritī | emeritae | emeritī | emeritōrum | emeritārum | emeritōrum |
δοτική | emeritō | emeritae | emeritō | emeritīs | emeritīs | emeritīs |
αιτιατική | emeritum | emeritam | emeritum | emeritōs | emeritās | emerita |
κλητική | emerite | emerita | emeritum | emeritī | emeritae | emerita |
αφαιρετική | emeritō | emeritā | emeritō | emeritīs | emeritīs | emeritīs |
Πηγές[επεξεργασία]
- emeritus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.