emeritus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

emeritus < (λόγιο δάνειο) λατινική emeritus

Επίθετο[επεξεργασία]

emeritus (en) αρσενικό (πληθυντικός: emeriti, (θηλυκό emerita) (πληθυντικός: emeritae) κατά τα λατινικά

Πηγές[επεξεργασία]



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

emeriums, -a, -um (la)

Κλίση[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική emeritus emerita emeritum emeritī emeritae emerita
γενική emeritī emeritae emeritī emeritōrum emeritārum emeritōrum
δοτική emeritō emeritae emeritō emeritīs emeritīs emeritīs
αιτιατική emeritum emeritam emeritum emeritōs emeritās emerita
κλητική emerite emerita emeritum emeritī emeritae emerita
αφαιρετική emeritō emeritā emeritō emeritīs emeritīs emeritīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Πηγές[επεξεργασία]