fenestra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fenestra (la)
- παράθυρο
- η εσοχή ενός παραθύρου
- άνοιγμα στον τοίχο για είσοδο του φωτός
- (μεταφορικά) ευκαιρία, παράθυρο ευκαιρίας
- ρήγμα που έκαναν οι πολιορκητές σε τείχη
Παράγωγα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- fenestra - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.