filozofka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | filozofka | filozofki |
γενική | filozofki | filozofek |
δοτική | filozofce | filozofkom |
αιτιατική | filozofkę | filozofki |
οργανική | filozofką | filozofkami |
τοπική | filozofce | filozofkach |
κλητική | filozofko | filozofki |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌfʲi.lɔˈzɔf.ka/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
filozofka (pl) θηλυκό