incola
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- incola < incolo < in + colo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
incola (la) αρσενικό
- ο κάτοικος
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | incola | incolae |
γενική | incolae | incolārum |
δοτική | incolae | incolīs |
αιτιατική | incolam | incolās |
κλητική | incola | incolae |
αφαιρετική | incolā | incolīs |