jaszczurka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική jaszczurka jaszczurki
γενική jaszczurki jaszczurek
δοτική jaszczurce jaszczurkom
αιτιατική jaszczurkę jaszczurki
οργανική jaszczurką jaszczurkami
τοπική jaszczurce jaszczurkach
κλητική jaszczurko jaszczurki

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /jaʃˈt͡ʃ̑ur.ka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jaszczurka (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]