kanapka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kanapka kanapki
γενική kanapki kanapek
δοτική kanapce kanapkom
αιτιατική kanap kanapki
οργανική kanap kanapkami
τοπική kanapce kanapkach
κλητική kanapko kanapki

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kanapka (pl) θηλυκό

  1. συνηθισμένο πρόχειρο είδος σάντουιτς με μία μόνο φέτα ψωμί
  2. μικρός καναπές, καναπεδάκι