kredka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kredka | kredki |
γενική | kredki | kredek |
δοτική | kredce | kredkom |
αιτιατική | kredkę | kredki |
οργανική | kredką | kredkami |
τοπική | kredce | kredkach |
κλητική | kredko | kredki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
kredka < υποκοριστικό του kreda
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kredka (pl) θηλυκό