kredka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kredka kredki
γενική kredki kredek
δοτική kredce kredkom
αιτιατική kredkę kredki
οργανική kredką kredkami
τοπική kredce kredkach
κλητική kredko kredki

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kredka < υποκοριστικό του kreda

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkrɛtka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kredka (pl) θηλυκό

  1. η μπογιά, το χρωματιστό μολύβι
  2. μικρή κιμωλία