majątek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | majątek | majątki |
γενική | majątku | majątków |
δοτική | majątkowi | majątkom |
αιτιατική | majątek | majątki |
οργανική | majątkiem | majątkami |
τοπική | majątku | majątkach |
κλητική | majątku | majątki |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
majątek (pl) αρσενικό
- η περιουσία
- majątek narodowy / rodzinny majątek / majątek nieruchomy - κρατική περιουσία / οικογενειακή περιουσία / ακίνητη περιουσία
- το κτήμα
- nie chcą sprzedać majątku - δεν θέλουν να πουλήσουν το κτήμα (τους)
- τα πλούτη