navis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nāvis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nau-, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ναῦς και το σανσκριτικό nāus
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- το πλοίο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nāvis | nāvēs |
γενική | nāvis | nāvium |
δοτική | nāvī | nāvibus |
αιτιατική | nāvem | nāvēs/nāvīs |
κλητική | nāvis | nāvēs |
αφαιρετική | nāve | nāvibus |