nepos
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nepos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *népōts. Συγγενές με το σανσκριτικό नपात् (nápāt), το (αρχαία ελληνική) ἀνεψιός και το παλαιοαγγλικό nefa.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nepos αρσενικό ή θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nepos | nepotēs |
γενική | nepotis | nepotum |
δοτική | nepotī | nepotibus |
αιτιατική | nepotem | nepotēs |
κλητική | nepos | nepotēs |
αφαιρετική | nepote | nepotibus |