par

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

par (fr)

  1. (γκολφ) ο συμβατικός αριθμός χτυπημάτων που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί η διαδρομή προς μια τρύπα

Πρόθεση[επεξεργασία]

par (fr)

  1. από (για να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο)
    Wikipedia est rédigée par un grand nombre de contributeurs.
  2. με (για να δηλωθεί το μέσο)
    Cette lettre est envoyée par avion.
  3. από (για να δηλωθεί το τέλος και η αρχή)
    Il commença par le début.
    Elle finit par la fin.
  4. (μαθηματικά) ανά
    Ce chômeur gagne la moitié du SMIC par mois.
  5. μέσω
    Ce train va à Paris en cinq heures, en passant par Bordeaux.
  6. σχετικά με το κλίμα
    Par temps orageux, il ne faut pas s’abriter sous les arbres.
  7. μα
    Par Dieu !
    Mα το Θεό!

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

par < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

par (la) ουδέτερο

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική par paria
γενική paris parium
δοτική parī paribus
αιτιατική par paria
κλητική par paria
αφαιρετική pari paribus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]


Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

par (ro)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a părea »
  2. 3ο πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a părea »



Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

par (fy)