peninsula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
peninsula | peninsulas / peninsulae |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- peninsula < λατινική paeninsula
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]peninsula (en)
- (γεωγραφία) η χερσόνησος
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- peninsula < paeninsula < paene + insula
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]peninsula θηλυκό
- εναλλακτική γραφή της λέξης paeninsula