piekarz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) piekarz piekarze
γενική (dopełniacz) piekarza piekarzy
δοτική (celownik) piekarzowi piekarzom
αιτιατική (biernik) piekarza piekarzy
οργανική (narzędnik) piekarzem piekarzami
τοπική (miejscownik) piekarzu piekarzach
κλητική (wołacz) piekarzu piekarze

Ετυμολογία [επεξεργασία]

piekarz < από τη λέξη piec

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

piekarz (pl) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη piekarnia