słowo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική słowo słowa
γενική słowa słów
δοτική słowu słowom
αιτιατική słowo słowa
οργανική słowem słowami
τοπική słowie słowach
κλητική słowo słowa


Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈswɔvɔ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

słowo (pl)

  1. η λέξη
    słowniki są pełne słowami - τα λεξικά είναι γεμάτα λέξεις
  2. ο λόγος
    daj mi słowo, że jutro w końcu to zrobisz - δώσε μου το λόγο σου ότι αύριο επιτέλους θα το κάνεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]