species

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
species species

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

species (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • species στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

species < specio < πρωτοϊταλική *spekjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spéḱyeti < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) +‎ *-yeti

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

species (la)

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική speciēs speciēs
γενική specieī -
δοτική specieī -
αιτιατική speciem speciēs
κλητική speciēs speciēs
αφαιρετική speciē -
(ε' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]