supplicium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
supplicium ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) γονυκλισία, γονάτισμα (για προσευχή ή για αποδοχή τιμωρίας)
- τιμωρία
- εσχάτη τιμωρία, θάνατος
- ταλαιπωρία
- πληθυντικός supplicia: