waga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | waga | wagi |
γενική | wagi | wag |
δοτική | wadze | wagom |
αιτιατική | wagę | wagi |
οργανική | wagą | wagami |
τοπική | wadze | wagach |
κλητική | wago | wagi |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
waga < (άμεσο δάνειο) γερμανική Waage
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
waga (pl) θηλυκό