wind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wind | winds |
wind (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | wind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds |
αόριστος | winded |
παθητική μετοχή | winded |
ενεργητική μετοχή | winding |
wind (en)
- φυσώ αέρα σε ένα μουσικό όργανο
- κόβω σε κάποιον την ανάσα (π.χ. με μια γροθιά στο στομάχι)
- ↪ I hit him in the stomach and winded him.
- Τον χτύπησα στο στομάχι και του έκοψα την ανάσα.
- ↪ I hit him in the stomach and winded him.
- εξαντλούμαι, μένω χωρίς ανάσα, λαχανιάζω έντονα από μια προσπάθεια
Προφορά 2[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | wind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds |
αόριστος | wound |
παθητική μετοχή | wound |
ενεργητική μετοχή | winding |
wind (en)
- τυλίγω κάτι ελικοειδώς ή κυκλικά (συνήθως wind up), περιστρέφω
- Please wind up that old-fashioned alarm clock. - Κούρδισε, σε παρακαλώ, το παλιό ρολόι
- ταξιδεύω σε δρόμο με στροφές, ακολουθώ μη ευθεία πορεία
- The river winds through the plain. - το ποτάμι ελίσσεται στην κοιλάδα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- wind 1 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- wind 1 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- wind 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- wind 2 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 56. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάσα
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wind (nl)