złośliwość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική złośliwość złośliwości
γενική złośliwości złośliwości
δοτική złośliwości złośliwościom
αιτιατική złośliwość złośliwości
οργανική złośliwością złośliwościami
τοπική złośliwości złośliwościach
κλητική złośliwości złośliwości

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

złośliwość (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη zły