étisie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- étisie < hectisie < λατινική hecticus < αρχαία ελληνική εκτικός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
étisie | étisies |
étisie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) εξαιρετικά μεγάλο αδυνάτισμα